- στέργημα
- στέργ-ημα, ατος, τό,A love-charm, τινος to influence him, S.Tr.1138.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στέργημα — love charm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέργημα — ήματος, τὸ, Α [στέργω] στέργηθρον* … Dictionary of Greek
στέργω — ΝΜΑ, και στρέ(γ)ω Ν 1. αποδέχομαι κάτι, συγκατατίθεμαι σε κάτι, ανέχομαι, υπομένω κάτι (α. «μέ κυνηγάει γιατί δεν έστερξα να υποταχθώ στις θελήσεις του» β. «στέρξω... τῇ ἐμῇ τύχη», Πλάτ.) 2. παροιμ. φρ. «στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα… … Dictionary of Greek